- σπινθαρίς
- -ίδος, ἡ, Α1. άγνωστο είδος πουλιού που ονομάστηκε έτσι πιθανώς από τη λάμψη που εξέπεμπαν τα μάτια του2. στον πληθ. αἱ σπινθαρίδεςσπινθήρες.[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. εκφραστικός τ. τού σπινθήρ*, με υγρό ένθημα -αρ- και επίθημα -ίς, -ίδoς (πρβλ. ἐσχαρίς). Για το όνομα τού πουλιού πρβλ. λατ. spinturnix].
Dictionary of Greek. 2013.